- βιασμός
- Έγκλημα που προσβάλλει τα ήθη και τιμωρείται από τον ποινικό κώδικα σε βαθμό κακουργήματος. Συνίσταται στον εξαναγκασμό γυναίκας να δεχτεί εξώγαμη συνουσία με τη χρήση σωματικής βίας ή απειλής σπουδαίου και άμεσου κινδύνου. Γίνεται μόνο από άνδρα κατά γυναίκας, γιατί o νομοθέτης αναφέρεται σε εξώγαμη συνουσία και έχει ερμηνευτεί ότι αναφέρεται σε εκείνη που η επιστήμη θεωρεί φυσιολογική, κατά φύση. Η χρησιμοποίηση των ίδιων μέσων για τον εξαναγκασμό σε άλλες ασελγείς πράξεις, εκτός από τη συνουσία, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η παρά φύση ασέλγεια τιμωρούνται επίσης ως κακούργημα, με μικρότερη όμως ποινή και χαρακτηρίζονται ως εξαναγκασμός σε ασέλγεια.
* * *ο (AM βιασμός)1. εξαναγκασμός, καταναγκασμός2. συνουσία που γίνεται με χρήση βίας3. φλεγμονή του απευθυσμένου και πόνος κατά την αποπάτησημσν.- νεοελλ.1. διάρροια2. σπουδή, βιασύνηαρχ.-μσν.βιαιότητα, θυμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιάζομαι «καταβάλλω κάποιον με τη δύναμή μου, χρησιμοποιώ βία»].
Dictionary of Greek. 2013.